Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁγνευτήριον
ἁγνευτικός
ἁγνεύτρια
ἁγνεύω
ἁγνεών
Ἁγνίας
ἁγνίζω
ἄγνινος
ἅγνισμα
ἁγνισμός
ἁγνιστέος
ἁγνιστήριον
ἁγνιστής
ἁγνίτης
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἀγνοηματίζω
ἀγνόησις
ἀγνοητέον
ἀγνοητικός
ἀγνοητός
View word page
ἁγνιστέος
to be purified
ShortDef
to be purified
Debugging
Headword:
ἁγνιστέος
Headword (normalized):
ἁγνιστέος
Headword (normalized/stripped):
αγνιστεος
IDX:
605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-606
Key:
Data
{'content': 'to be purified'}