Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
View word page
ὀδοντικός
dental

ShortDef

dental

Debugging

Headword:
ὀδοντικός
Headword (normalized):
ὀδοντικός
Headword (normalized/stripped):
οδοντικος
IDX:
60596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60597
Key:

Data

{'content': 'dental'}