Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
View word page
ὀδοντίζω
polish with a tooth

ShortDef

polish with a tooth

Debugging

Headword:
ὀδοντίζω
Headword (normalized):
ὀδοντίζω
Headword (normalized/stripped):
οδοντιζω
IDX:
60595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60596
Key:

Data

{'content': 'polish with a tooth'}