Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
View word page
ὀδοντίασις
teething
ShortDef
teething
Debugging
Headword:
ὀδοντίασις
Headword (normalized):
ὀδοντίασις
Headword (normalized/stripped):
οδοντιασις
IDX:
60593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60594
Key:
Data
{'content': 'teething'}