Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
View word page
ὀδοντίας
dentiosus

ShortDef

dentiosus

Debugging

Headword:
ὀδοντίας
Headword (normalized):
ὀδοντίας
Headword (normalized/stripped):
οδοντιας
IDX:
60592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60593
Key:

Data

{'content': 'dentiosus'}