Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
View word page
ὀδοντάριον
small cog
ShortDef
small cog
Debugging
Headword:
ὀδοντάριον
Headword (normalized):
ὀδοντάριον
Headword (normalized/stripped):
οδονταριον
IDX:
60590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60591
Key:
Data
{'content': 'small cog'}