Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
View word page
ὀδονταλγία
toothache
ShortDef
toothache
Debugging
Headword:
ὀδονταλγία
Headword (normalized):
ὀδονταλγία
Headword (normalized/stripped):
οδονταλγια
IDX:
60589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60590
Key:
Data
{'content': 'toothache'}