Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
View word page
ἀναμέλπω
to begin to sing

ShortDef

to begin to sing

Debugging

Headword:
ἀναμέλπω
Headword (normalized):
ἀναμέλπω
Headword (normalized/stripped):
αναμελπω
IDX:
6058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6059
Key:

Data

{'content': 'to begin to sing'}