Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
View word page
ὀδονταλγέω
suffer from toothache

ShortDef

suffer from toothache

Debugging

Headword:
ὀδονταλγέω
Headword (normalized):
ὀδονταλγέω
Headword (normalized/stripped):
οδονταλγεω
IDX:
60588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60589
Key:

Data

{'content': 'suffer from toothache'}