Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
View word page
Ὀδόμαντοι
Odomanti

ShortDef

Odomanti

Debugging

Headword:
Ὀδόμαντοι
Headword (normalized):
ὀδόμαντοι
Headword (normalized/stripped):
οδομαντοι
IDX:
60585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60586
Key:

Data

{'content': 'Odomanti'}