Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
View word page
ὁδοιπόρος
a wayfarer, traveller

ShortDef

a wayfarer, traveller

Debugging

Headword:
ὁδοιπόρος
Headword (normalized):
ὁδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορος
IDX:
60584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60585
Key:

Data

{'content': 'a wayfarer, traveller'}