Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
View word page
ὁδοιπορινός
contracted from walking on roads
ShortDef
contracted from walking on roads
Debugging
Headword:
ὁδοιπορινός
Headword (normalized):
ὁδοιπορινός
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορινος
IDX:
60582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60583
Key:
Data
{'content': 'contracted from walking on roads'}