Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
View word page
ὁδοιπορικός
of or for a traveller

ShortDef

of or for a traveller

Debugging

Headword:
ὁδοιπορικός
Headword (normalized):
ὁδοιπορικός
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορικος
IDX:
60581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60582
Key:

Data

{'content': 'of or for a traveller'}