Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδίτης
ὀδμά
ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
View word page
ὁδοιπορέω
to travel, walk
ShortDef
to travel, walk
Debugging
Headword:
ὁδοιπορέω
Headword (normalized):
ὁδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορεω
IDX:
60579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60580
Key:
Data
{'content': 'to travel, walk'}