Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
View word page
ἀνάμελκτος
unmilked
ShortDef
unmilked
Debugging
Headword:
ἀνάμελκτος
Headword (normalized):
ἀνάμελκτος
Headword (normalized/stripped):
αναμελκτος
IDX:
6057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6058
Key:
Data
{'content': 'unmilked'}