Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμά
ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταλγέω
View word page
ὁδοιπλανία
roaming, straying

ShortDef

roaming, straying

Debugging

Headword:
ὁδοιπλανία
Headword (normalized):
ὁδοιπλανία
Headword (normalized/stripped):
οδοιπλανια
IDX:
60578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60579
Key:

Data

{'content': 'roaming, straying'}