Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδηγία
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμά
ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
Ὀδόμαντοι
View word page
ὁδοιδόκος
footpad, highwayman

ShortDef

footpad, highwayman

Debugging

Headword:
ὁδοιδόκος
Headword (normalized):
ὁδοιδόκος
Headword (normalized/stripped):
οδοιδοκος
IDX:
60575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60576
Key:

Data

{'content': 'footpad, highwayman'}