Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδηγητικός
ὁδηγία
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμά
ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
View word page
ὁδοιδοκέω
waylay

ShortDef

waylay

Debugging

Headword:
ὁδοιδοκέω
Headword (normalized):
ὁδοιδοκέω
Headword (normalized/stripped):
οδοιδοκεω
IDX:
60574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60575
Key:

Data

{'content': 'waylay'}