Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδήγησις
ὁδηγητικός
ὁδηγία
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδίτης
ὀδμά
ὀδμαλέος
ὀδμή
ὀδμήεις
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
View word page
ὀδμαλέος
strong-smelling, stinking
ShortDef
strong-smelling, stinking
Debugging
Headword:
ὀδμαλέος
Headword (normalized):
ὀδμαλέος
Headword (normalized/stripped):
οδμαλεος
IDX:
60571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60572
Key:
Data
{'content': 'strong-smelling, stinking'}