Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
View word page
ἀναμελετάω
con over
ShortDef
con over
Debugging
Headword:
ἀναμελετάω
Headword (normalized):
ἀναμελετάω
Headword (normalized/stripped):
αναμελεταω
IDX:
6056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6057
Key:
Data
{'content': 'con over'}