Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
View word page
ἀναμέλγω
drain sap from

ShortDef

drain sap from

Debugging

Headword:
ἀναμέλγω
Headword (normalized):
ἀναμέλγω
Headword (normalized/stripped):
αναμελγω
IDX:
6055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6056
Key:

Data

{'content': 'drain sap from'}