Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
ὅδευμα
ὁδεύσιμος
ὅδευσις
ὁδευτής
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδήγησις
ὁδηγητικός
ὁδηγία
ὁδηγός
ὅδιος
ὅδισμα
View word page
ὁδεύσιμος
passable, practicable

ShortDef

passable, practicable

Debugging

Headword:
ὁδεύσιμος
Headword (normalized):
ὁδεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
οδευσιμος
IDX:
60558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60559
Key:

Data

{'content': 'passable, practicable'}