Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
ὅδευμα
ὁδεύσιμος
ὅδευσις
ὁδευτής
ὁδεύω
ὁδηγέω
View word page
ὀδαξητικός
causing to itch
ShortDef
causing to itch
Debugging
Headword:
ὀδαξητικός
Headword (normalized):
ὀδαξητικός
Headword (normalized/stripped):
οδαξητικος
IDX:
60552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60553
Key:
Data
{'content': 'causing to itch'}