Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
ὅδευμα
ὁδεύσιμος
ὅδευσις
ὁδευτής
View word page
ὀδακτάζω
bite, gnaw
ShortDef
bite, gnaw
Debugging
Headword:
ὀδακτάζω
Headword (normalized):
ὀδακτάζω
Headword (normalized/stripped):
οδακταζω
IDX:
60550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60551
Key:
Data
{'content': 'bite, gnaw'}