Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
View word page
ἀναμείγνυμι
mix up, mix together

ShortDef

mix up, mix together

Debugging

Headword:
ἀναμείγνυμι
Headword (normalized):
ἀναμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αναμειγνυμι
IDX:
6054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6055
Key:

Data

{'content': 'mix up, mix together'}