Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
ὅδευμα
ὁδεύσιμος
View word page
ὀδαγμός
itching, irritation

ShortDef

itching, irritation

Debugging

Headword:
ὀδαγμός
Headword (normalized):
ὀδαγμός
Headword (normalized/stripped):
οδαγμος
IDX:
60548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60549
Key:

Data

{'content': 'itching, irritation'}