Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
ὅδευμα
View word page
ὄγχνη
a pear-tree

ShortDef

a pear-tree

Debugging

Headword:
ὄγχνη
Headword (normalized):
ὄγχνη
Headword (normalized/stripped):
ογχνη
IDX:
60547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60548
Key:

Data

{'content': 'a pear-tree'}