Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
ὅδε
ὁδεία
View word page
Ὀγχηστός
Onchestus
ShortDef
Onchestus
Debugging
Headword:
Ὀγχηστός
Headword (normalized):
ὀγχηστός
Headword (normalized/stripped):
ογχηστος
IDX:
60546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60547
Key:
Data
{'content': 'Onchestus'}