Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὁδάω
View word page
ὄγμος
any straight line, a furrow
ShortDef
any straight line, a furrow
Debugging
Headword:
ὄγμος
Headword (normalized):
ὄγμος
Headword (normalized/stripped):
ογμος
IDX:
60544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60545
Key:
Data
{'content': 'any straight line, a furrow'}