Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
ὀδάξω
View word page
ὀγμεύω
to move in a straight line
ShortDef
to move in a straight line
Debugging
Headword:
ὀγμεύω
Headword (normalized):
ὀγμεύω
Headword (normalized/stripped):
ογμευω
IDX:
60543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60544
Key:
Data
{'content': 'to move in a straight line'}