Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξητικός
View word page
ὀγκωτός
heaped up
ShortDef
heaped up
Debugging
Headword:
ὀγκωτός
Headword (normalized):
ὀγκωτός
Headword (normalized/stripped):
ογκωτος
IDX:
60542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60543
Key:
Data
{'content': 'heaped up'}