Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
View word page
ὄγκωσις
intumescence
ShortDef
intumescence
Debugging
Headword:
ὄγκωσις
Headword (normalized):
ὄγκωσις
Headword (normalized/stripped):
ογκωσις
IDX:
60541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60542
Key:
Data
{'content': 'intumescence'}