Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
View word page
ὀγκώδης2
given to braying

ShortDef

swelling, rounded
given to braying

Debugging

Headword:
ὀγκώδης2
Headword (normalized):
ὀγκώδης
Headword (normalized/stripped):
ογκωδης2
IDX:
60539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60540
Key:

Data

{'content': 'given to braying'}