Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
View word page
ἀνάμβατος
that one cannot mount

ShortDef

that one cannot mount

Debugging

Headword:
ἀνάμβατος
Headword (normalized):
ἀνάμβατος
Headword (normalized/stripped):
αναμβατος
IDX:
6053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6054
Key:

Data

{'content': 'that one cannot mount'}