Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
ὀδαγμός
View word page
ὀγκώδης
swelling, rounded

ShortDef

swelling, rounded
given to braying

Debugging

Headword:
ὀγκώδης
Headword (normalized):
ὀγκώδης
Headword (normalized/stripped):
ογκωδης
IDX:
60538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60539
Key:

Data

{'content': 'swelling, rounded'}