Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
ὄγχνη
View word page
ὀγκύλλομαι
to be puffed up

ShortDef

to be puffed up

Debugging

Headword:
ὀγκύλλομαι
Headword (normalized):
ὀγκύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ογκυλλομαι
IDX:
60537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60538
Key:

Data

{'content': 'to be puffed up'}