Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
Ὀγχηστός
View word page
ὀγκόω
to heap up

ShortDef

to heap up

Debugging

Headword:
ὀγκόω
Headword (normalized):
ὀγκόω
Headword (normalized/stripped):
ογκοω
IDX:
60536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60537
Key:

Data

{'content': 'to heap up'}