Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
Ὀγχησμίτης
View word page
ὀγκόφωνος
hollow-toned

ShortDef

hollow-toned

Debugging

Headword:
ὀγκόφωνος
Headword (normalized):
ὀγκόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ογκοφωνος
IDX:
60535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60536
Key:

Data

{'content': 'hollow-toned'}