Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
View word page
ὄγκος3
pompous

ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκος3
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος3
IDX:
60534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60535
Key:

Data

{'content': 'pompous'}