Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
ὀγμεύω
View word page
ὄγκος2
bulk, size, mass

ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκος2
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος2
IDX:
60533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60534
Key:

Data

{'content': 'bulk, size, mass'}