Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτός
View word page
ὄγκος
the barb

ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκος
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος
IDX:
60532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60533
Key:

Data

{'content': 'the barb'}