Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης2
View word page
ὄγκινος
hook
ShortDef
hook
Debugging
Headword:
ὄγκινος
Headword (normalized):
ὄγκινος
Headword (normalized/stripped):
ογκινος
IDX:
60529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60530
Key:
Data
{'content': 'hook'}