Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
View word page
ἀναμάχομαι
to renew the fight, retrieve a defeat
ShortDef
to renew the fight, retrieve a defeat
Debugging
Headword:
ἀναμάχομαι
Headword (normalized):
ἀναμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμαχομαι
IDX:
6052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6053
Key:
Data
{'content': 'to renew the fight, retrieve a defeat'}