Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
View word page
ὀγκητής
a brayer

ShortDef

a brayer

Debugging

Headword:
ὀγκητής
Headword (normalized):
ὀγκητής
Headword (normalized/stripped):
ογκητης
IDX:
60528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60529
Key:

Data

{'content': 'a brayer'}