Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
View word page
ὀγκηστής
brayer
ShortDef
brayer
Debugging
Headword:
ὀγκηστής
Headword (normalized):
ὀγκηστής
Headword (normalized/stripped):
ογκηστης
IDX:
60526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60527
Key:
Data
{'content': 'brayer'}