Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
ὄγκος
ὄγκος2
ὄγκος3
View word page
ὀγκηθμός
braying
ShortDef
braying
Debugging
Headword:
ὀγκηθμός
Headword (normalized):
ὀγκηθμός
Headword (normalized/stripped):
ογκηθμος
IDX:
60524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60525
Key:
Data
{'content': 'braying'}