Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκολογέω
View word page
ὄγδοος
eighth
ShortDef
eighth
Debugging
Headword:
ὄγδοος
Headword (normalized):
ὄγδοος
Headword (normalized/stripped):
ογδοος
IDX:
60521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60522
Key:
Data
{'content': 'eighth'}