Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκητής
ὄγκινος
View word page
ὀγδοηκοστός
eightieth

ShortDef

eightieth

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized):
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοστος
IDX:
60519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60520
Key:

Data

{'content': 'eightieth'}