Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
View word page
ἀναμασχαλιστήρ
shoulder-strap

ShortDef

shoulder-strap

Debugging

Headword:
ἀναμασχαλιστήρ
Headword (normalized):
ἀναμασχαλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
αναμασχαλιστηρ
IDX:
6051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6052
Key:

Data

{'content': 'shoulder-strap'}