Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὄγδοος
Ὄγκα
ὀγκάομαι
ὀγκηθμός
ὀγκηρός
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
View word page
ὀγδοηκοντούτης
eighty years old

ShortDef

eighty years old

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοντούτης
Headword (normalized):
ὀγδοηκοντούτης
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοντουτης
IDX:
60517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60518
Key:

Data

{'content': 'eighty years old'}